- φωτοπάθεια
- η, Νζωολ. αντίδραση ορισμένων ζωικών ειδών στο φως, κατά την οποία το άτομο τείνει να τοποθετηθεί σε μια ζώνη τού φωτεινού πεδίου στην οποία η ένταση τού φωτός είναι συμβατή με τον τρόπο ζωής του ή με τις συνήθειες συμπεριφοράς του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photopathy].
Dictionary of Greek. 2013.