φωτοπάθεια

φωτοπάθεια
η, Ν
ζωολ. αντίδραση ορισμένων ζωικών ειδών στο φως, κατά την οποία το άτομο τείνει να τοποθετηθεί σε μια ζώνη τού φωτεινού πεδίου στην οποία η ένταση τού φωτός είναι συμβατή με τον τρόπο ζωής του ή με τις συνήθειες συμπεριφοράς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photopathy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωτοπαθής — ές, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. καρκινο παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην Επετηρίδα Παρνασσού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”